ανελεύθερος

ανελεύθερος
η , ο [ος , ον ]
1) раболепный, подобострастный; 2) попирающий свободу (о законе, конституции и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανελεύθερος" в других словарях:

  • ἀνελεύθερος — not free masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανελεύθερος — η, ο (Α ἀνελεύθερος, ον) ανάρμοστος σε ελεύθερο άνθρωπο, δουλικός αρχ. 1. χαμερπής, φαύλος, ποταπός 2. φειδωλός, φιλάργυρος 3. αγροίκος, άξεστος 4. δόλιος, πανούργος …   Dictionary of Greek

  • ανελεύθερος — η, ο αυτός που δεν έχει φιλελεύθερα φρονήματα, δουλικός: Η νομοθεσία της χώρας αυτής ουσιαστικά είναι ανελεύθερη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνελευθερώτατον — ἀνελεύθερος not free masc acc superl sg ἀνελεύθερος not free neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελευθέρως — ἀνελεύθερος not free adverbial ἀνελεύθερος not free masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελεύθερον — ἀνελεύθερος not free masc/fem acc sg ἀνελεύθερος not free neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελευθερώτατοι — ἀνελεύθερος not free masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελευθερώτεροι — ἀνελεύθερος not free masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελευθέροις — ἀνελεύθερος not free masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελευθέρου — ἀνελεύθερος not free masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνελευθέρους — ἀνελεύθερος not free masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»